Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εγγράφομαι (στον κατάλογο)

  • 1 учёт

    учёт м 1) ο υπολογισμός; вести \учёт κρατώ λογαριασμό 2) (регистрация) η καταγραφή· стать на \учёт εγγράφομαι (στον κατάλογο)
    * * *
    м
    1) ο υπολογισμός

    вести́ учёт — κρατώ λογαριασμό

    2) ( регистрация) η καταγραφή

    Русско-греческий словарь > учёт

  • 2 каталогизировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. εγγράφω στον κατάλογο.
    εγγράφομαι στον κατάλογο.

    Большой русско-греческий словарь > каталогизировать

  • 3 учет

    учет
    м
    1. ὁ ὑπολογισμός, ἡ ἀπογραφή/ ὁ ελεγχος (проверка):
    \учет товаров ἡ ἀπογραφή ἐμπορευμάτων бухгалтерский \учет ὁ λογιστικός ἐλεγχος· вести \учет κρατώ λογαριασμό· производить \учет κάνω ὑπολογισμό, κάνω ἀπογραφή· не поддаваться \учету δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπολογιστεί, εἶναι ἀνυπολόγιστος·
    2. (регистрация) ἡ καταγραφή, ἡ ἐγγραφη στό βιβλίο· брать на \учет ἐγγράφω (στό μητρώο, στον κατάλογο)· стать на \учет ἐγγράφομαι (στό μητρώο, στον κατάλογο)·
    3. фин. (векселей) ἡ προεξόφληση [-ις]· ◊ с \учетом конкретных условий παίρνοντας ὑπ· δψι τίς συγκεκριμμένες συνθήκες.

    Русско-новогреческий словарь > учет

  • 4 зарегистрироваться

    зарегистрировать||ся
    ἐγγράφομαι, καταγράφομαι στον κατάλογο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > зарегистрироваться

  • 5 вписать

    впишу, впишешь, ρ.σ. εγγράφω, καταχωρώ•

    вписать в список εγγράφω στον κατάλογο.

    εγγράφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вписать

  • 6 значить

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. значащий
    ρ.δ. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω• δείχνω• εκφράζω•

    что -ит по-гречески это русское слово? τι σημαίνει στα ελληνικά αυτή η ρωσική λέξη;•

    что это -ит? τι σημαίνει αυτό;•

    это-ит, что... αυτό σημαίνει ότι...• если я молчу, это не -ит, что я сержусь αν εγώ σωπαίνω, αυτό δε θα πει πως είμαι θυμωμένος•

    это для меня ровно ничего не -ит αυτό για μένα δε σημαίνει, τίποτε ή δεν έχει καμιά σημασία•

    вот что -ит быть неосторожным να τι θα πει να είναι κανένας απρόσεχτος.

    εγγράφομαι, είμαι γραμμένος (στον κατάλογο).

    Большой русско-греческий словарь > значить

  • 7 зачислить

    ρ.σ.μ. συμπεριλαβαίνω στον αριθμό, εγγράφω, καταχωρώ (στο μητρώο, κατάλογο κλπ.)• παίρνω•

    зачислить в институт εγγράφω στο ινστιτούτο•

    зачислить в армию κατατάσσω στο στρατό•

    зачислить на работу παίρνω στη δουλειά (εγγράφω ως εργάτη)•

    зачислить на службу προσλαμβάνω στην υπηρεσία•

    зачислить в штат εγγράφω στο προσωπικό.

    εγγράφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    είμαι καταχωρημένος•είμαι γραμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > зачислить

См. также в других словарях:

  • απογράφω — (AM ἀπογράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή αρχ. Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου 2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη 3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία ΙΙ. (μέσ.,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»